Παρότι οι κλιματολογικές συνθήκες ευνοούν την καλλιέργεια μανιταριών στην Ελλάδα, πραγματοποιούνται εισαγωγές χιλιάδων τόνων από χώρες όπως η Ολλανδία, Ιταλία, Πολωνία, Κίνα κ.α. Η εγχώρια κατανάλωση μανιταριών κυμαίνεται σε 11.000 τόνους όταν η αντίστοιχη παραγωγή φτάνει περίπου στους 3.000 τόνους. Είναι προφανές πως η παραγωγή αδυνατεί να καλύψει την ζήτηση και χρειάζεται, κατά συνέπεια, η δημιουργία νέων μονάδων παραγωγής.
Από τις αρχές του 2000 η εγχώρια παραγωγή κινείται στους 3.000 τόνους ετησίως με δύο είδη μανιταριών να καλλιεργούνται σε επιχειρηματική βάση: το λευκό μανιτάρι (Agaricus) και τοπλευρωτό μανιτάρι (Pleurotus). Τα τελευταία χρόνια, λόγω του υψηλού κόστους παραγωγής, η παραγωγή του λευκού μανιταριού(Agaricus) μειώνεται με αντίστοιχη αύξηση του μεριδίου παραγωγής των μανιταριών Pleurotus.
Η ζήτηση σε μανιτάρια προβλέπεται να παραμείνει στο συγκεκριμένο επίπεδο (10.000-12.000 τόνοι μανιταριών) τα επόμενα έτη, με αυξητικές τάσεις.
Στην αναμενόμενη αυξητική τάση της εγχώριας ζήτησης σε μανιτάρια, συντελούν τα εξής:
1. Τα σημερινά επίπεδα κατανάλωσης παρατηρούνται σε μία αγορά, που προς το παρόν, γνωρίζει ελάχιστα για το προϊόν και τις ιδιότητες του.
2. Αναμένεται στροφή του εγχώριου καταναλωτικού κοινού από το κονσερβοποιημένο μανιτάρι προς το νωπό μανιτάρι που υπερτερεί τόσο όσο αφορά την θρεπτική αξία αλλά και όσο αφορά τη γαστρονομική απόλαυση.
3. Μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει συστηματική και οργανωμένη προσπάθεια προώθησης του Ελληνικού μανιταριού σε τουριστικές περιοχές όπου και δύναται να εκδηλωθεί υψηλή ζήτηση.
4. Η αναμενόμενη είσοδος νέων μονάδων παραγωγής και μεταποίησης μανιταριού, με τη συνδρομή σύγχρονης τεχνολογίας, θα οδηγήσει στην βελτίωση της ποιότητας του τελικού προϊόντος.
Για τα επόμενα χρόνια το έλλειμμα εγχώριας προσφοράς και ζήτησης μανιταριών θα παραμένει υψηλό γεγονός που καταδεικνύει τις μεγάλες δυνατότητες που υπάρχουν σήμερα για την δημιουργία νέων μονάδων καλλιέργειας και παραγωγής μανιταριών.